Ο κώδικας δεοντολογίας και καλής πρακτικής του ΟΠΑ

Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών: Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης ο Κώδικας Δεοντολογίας και Καλής Πρακτικής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

  • Την ενημερωτική σελίδα των φοιτητών του ΟΠΑ μπορείτε να την δείτε εδώ.

Τα «Φοιτητικά Νέα» σας παρουσιάζουν αναλυτικά όλα όσα ορίζει ο Κώδικας Δεοντολογίας:


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ - ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1 
Σκοπός 

Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι ο καθορισμός ενός πλαισίου αρχών και κανόνων δεοντολογίας και καλών πρακτικών σε σχέση με τα ακαδημαϊκά, διοικητικά και ερευνητικά θέματα λειτουργίας του Ιδρύματος.

Άρθρο 2
Πεδίο Εφαρμογής

1. Ο παρών Κώδικας εφαρμόζεται σε όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας του Ιδρύματος, στους φοιτητές του Ιδρύματος, προπτυχιακού, μεταπτυχιακού, διδακτορικού και μεταδιδακτορικού επιπέδου, ως και σε κάθε άλλο πρόσωπο που σχετίζεται με την εφαρμογή του Κώδικα σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κείμενη νομοθεσία και τις αποφάσεις και διαδικασίες του Ιδρύματος (εφεξής από κοινού τα «Μέλη του Ιδρύματος» ή «Μέλη»).

2. Τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας αναφέρονται σε όλα τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού του Ιδρύματος, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του παρόντος, καθώς και στο διοικητικό προσωπικό και τους εργολαβικούς υπαλλήλους και εν γένει σε όλα τα συνεργαζόμενα με το Ίδρυμα πρόσωπα (π.χ. εξωτερικοί συνεργάτες) ανάλογα με τα ανατιθέμενα κάθε φορά καθήκοντα. 3. Τα Μέλη του Ιδρύματος τηρούν κατά την επιτέλεση του έργου τους τους παρόντες κανόνες δεοντολογίας του Ιδρύματος μη θιγομένων των ειδικότερων υποχρεώσεών τους τήρησης κωδίκων δεοντολογίας σε περίπτωση υπαγωγής τους σε ειδικότερο επαγγελματικό κλάδο. Η ανωτέρω υποχρέωση ισχύει ανεξαρτήτως αν το σχετικό έργο παράγεται στους χώρους εργασίας εντός των εγκαταστάσεων του Ιδρύματος ή εκτός αυτών. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΠΙ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Άρθρο 3
Δεοντολογία σε σχέση με τα Μέλη του Ιδρύματος

1. Ο παρών Κώδικας θεμελιώνεται στις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, όπως ορίζονται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Θεμελιώδεις επίσης αρχές για την τήρηση του Κώδικα είναι η βιολογική και πνευματική ακεραιότητα του ανθρώπου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η τήρηση της αρχής της ισότητας, ο σεβασμός στη φύση και στο περιβάλλον, στην πνευματική ιδιοκτησία και τα προσωπικά δεδομένα.

2. Ειδικότερα ο Κώδικας, όπως καταρτίζεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 του παρόντος, διαπνέεται από τις αρχές και τους κανόνες που περιλαμβάνονται στον ν. 4957/2022.

3. Τα Μέλη του Ιδρύματος αναγνωρίζουν, κατανοούν και συμμορφώνονται με τους στόχους του Ιδρύματος, ιδίως αναφορικά με:

α. Την ενίσχυση της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας.

β. Την προώθηση της διασύνδεσης των πρωτοβουλιών του Ιδρύματος με την κοινωνία, την οικονομία, τους λοιπούς ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς και τον παραγωγικό ιστό της χώρας.

γ. Την ενίσχυση της ποιότητας, της αριστείας, της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας και του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα του Ιδρύματος.

δ. Τη διακυβέρνηση του Ιδρύματος σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της λογοδοσίας.

ε. Την προαγωγή της διεπιστημονικότητας.

στ. Την ενίσχυση της εξωστρέφειας στην εκπαίδευση και την έρευνα και την ανάπτυξη διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας με ιδρύματα της αλλοδαπής και κινητικότητας των φοιτητών.

ζ. Την αξιοκρατική λειτουργία του Ιδρύματος σε σχέση με την προαγωγή και εξέλιξη του προσωπικού του.

η. Την προώθηση και υλοποίηση αναπτυξιακών εργαλείων και σχεδίων στρατηγικού σχεδιασμού.

θ. Την υλοποίηση εργαλείων ψηφιακού μετασχηματισμού.

ι. Τη στήριξη της πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και εν γένει.

ια. Την ενθάρρυνση δράσεων που προάγουν το έργο που παράγεται εντός του Ιδρύματος προς όφελος των Μελών του και της κοινωνίας γενικότερα.

4. Κατά την επιτέλεση του έργου των Μελών του Ιδρύματος πρέπει να αποφεύγεται οποιουδήποτε τύπου και οποιασδήποτε μορφής διάκριση των αποδεκτών του συγκεκριμένου έργου, με κριτήρια την εθνικότητα, τη φυλή, την καταγωγή, τη γλώσσα, το φύλο, τη θρησκεία, την ιδιωτική ζωή, τον γενετήσιο προσανατολισμό, τη σωματική ικανότητα και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην οποία αυτοί βρίσκονται.

5. Τα Μέλη του Ιδρύματος συμπεριφέρονται με το δέοντα σεβασμό στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους και αποφεύγουν οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση διάκριση και οποιαδήποτε μορφή παρενόχλησης. Δεν επιτρέπεται η με οποιονδήποτε τρόπο εκμετάλλευση της ιδιότητάς τους, ιδίως σε περίπτωση καθηγητή της βαθμίδας στην οποία ανήκει, ή του θεσμικού ρόλου του προκειμένου να εξαναγκάσει άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας σε συγκεκριμένη πράξη, παράλειψη, κρίση ή παροχή ψήφου.

6. Τα Μέλη του Ιδρύματος συμμορφώνονται με τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του Ιδρύματος επιδεικνύοντας τον απαιτούμενο σεβασμό και την υπευθυνότητα για την τήρηση αυτών και την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του Ιδρύματος. Στο πλαίσιο αυτό οι σχέσεις που αναπτύσσουν με το Ίδρυμα, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και την εν γένει δράση τους υπό την ιδιότητα που κατέχουν στο Ίδρυμα ή σε σχέση με αυτό, διέπονται από πνεύμα συνεργασίας, αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης.

7. Κάθε Μέλος του Ιδρύματος συμβάλλει με τις πράξεις του, τις δράσεις του και τις συνέργειες και καλές πρακτικές που αναπτύσσει με το Ίδρυμα στην εμπέδωση κλίματος ακαδημαϊκής κουλτούρας και ευπρέπειας.

8. Κάθε Μέλος του Ιδρύματος συμβάλλει ξεχωριστά αναλόγως του ρόλου και των καθηκόντων του στην τήρηση των ανωτέρω αρχών λειτουργίας του Ιδρύματος και στην εκπλήρωση των στόχων του, τηρουμένων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας και του Εσωτερικού Κανονισμού του Ιδρύματος.

9. Τα Μέλη του Ιδρύματος διαχωρίζουν τις προσωπικές τους πεποιθήσεις από τα επαγγελματικά τους καθήκοντα, έτσι ώστε αυτές να μην επηρεάζουν με αρνητικό τρόπο την εκπλήρωση της αποστολής του Ιδρύματος ή τη γενικότερη παραγωγή του έργου του.

10. Οι καθηγητές και όλες οι κατηγορίες διδασκόντων οφείλουν να συμπεριφέρονται προς το διοικητικό προσωπικό του Ιδρύματος με το δέοντα σεβασμό. Ειδικότερα, οφείλουν να μην απαιτούν από αυτούς την εκτέλεση εργασιών που κείνται πέραν των αρμοδιοτήτων τους ούτε να απαιτούν από αυτούς την κατά προτεραιότητα ικανοποίηση προσωπικών αιτημάτων εις βάρος της ομαλής λειτουργίας του Ιδρύματος.

11. Οι καθηγητές και όλες οι κατηγορίες διδασκόντων οφείλουν κατά την εκτός πανεπιστημίου δημόσια ζωή τους να μη χρησιμοποιούν την πανεπιστημιακή ιδιότητά τους κατά τρόπο ο οποίος μπορεί δυνητικά να εκθέσει το Ίδρυμα ή προκειμένου να αποσπάσουν οφέλη πάσης φύσεως για λόγους που δεν σχετίζονται ή δεν συνάδουν με την ακαδημαϊκή ιδιότητά τους.

12. Τα Μέλη του Ιδρύματος απέχουν από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που αντίκειται στο νόμο ή στα χρηστά
ήθη ή που θα μπορούσε να παραβλάψει το κύρος και την καλή φήμη των ιδίων ή του Ιδρύματος. Μεριμνούν ώστε να διασφαλίζεται κλίμα ομαλής και αποδοτικής λειτουργίας στο Ίδρυμα χάριν εκπλήρωσης των στόχων λειτουργίας του.

Άρθρο 4
Δεοντολογία σε σχέση με τη διακυβέρνηση και τα όργανα διοίκησης του Ιδρύματος

1. Τα Μέλη του Ιδρύματος αναγνωρίζουν, κατανοούν τους κανόνες διακυβέρνησης του Ιδρύματος, όπως ισχύουν κάθε φορά, και συμμορφώνονται προς αυτούς.

2. Τα μέλη συλλογικών οργάνων του Ιδρύματος επιδεικνύουν επιμέλεια και υπευθυνότητα κατά τη συμμετοχή τους στο συλλογικό όργανο και την άσκηση των ανατεθειμένων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους τηρώντας τους κανονισμούς και τους όρους λειτουργίας του οργάνου. Παρομοίως επιδεικνύουν επιμέλεια και υπευθυνότητα και τα μονοπρόσωπα όργανα του Ιδρύματος.

3. Τα μέλη του συλλογικού οργάνου ενεργούν με πνεύμα συλλογικότητας, αλληλεγγύης και συναδελφικότητας. Υπηρετούν και προάγουν τους στόχους του οργάνου ασκώντας τα καθήκοντά τους σύννομα και αποτελεσματικά. Ιδίως οι καθηγητές και όλες οι κατηγορίες διδασκόντων οφείλουν να συμμετέχουν ανελλιπώς στα συλλογικά όργανα του Ιδρύματος, όταν και όπως ο νόμος ορίζει. Οφείλουν επίσης, να μην αρνούνται αδικαιολόγητα την άσκηση καθηκόντων, διοικητικών και ακαδημαϊκών, που τους ανατίθενται από τα μονοπρόσωπα ή συλλογικά όργανα του Ιδρύματος.

4. Όλα τα Μέλη του Ιδρύματος επιδεικνύουν το δέοντα σεβασμό προς τα όργανα διοίκησης του Ιδρύματος και ενεργούν κατά τρόπο συμβατό και σύμφωνο με τις επιταγές της λειτουργίας του.

Άρθρο 5
Ειδικοί κανόνες δεοντολογίας σε σχέση με τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού

1. Ως μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού νοούνται για τις ανάγκες του παρόντος όλα τα μέλη του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και των λοιπών κατηγοριών διδακτικού προσωπικού του Ιδρύματος σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, όπως είναι ιδίως τα μέλη ΔΕΠ του Ιδρύματος, το βοηθητικό εκπαιδευτικό και ερευνητικό προσωπικό του Ιδρύματος, ΕΔΙΠ, ΕΕΠ, ΕΤΕΠ, οι βοηθοί επιστημονικοί συνεργάτες, οι συμβασιούχοι, οι εντεταλμένοι διδάσκοντες, οι επισκέπτες καθηγητές.

2. Τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού τηρούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το νόμο και τους ειδικότερους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες του Ιδρύματος. Στο πλαίσιο αυτό ιδίως,

α. Μεριμνούν ώστε το διδακτικό και ερευνητικό έργο τους να εκτελείται με επιμέλεια, ακεραιότητα και υπευθυνότητα.

β. Εκπληρώνουν τα διδακτικά τους καθήκοντα αυτοπροσώπως. Ενδεχόμενη ανάθεση διδακτικού έργου σε τρίτα πρόσωπα απαγορεύεται αυστηρά εκτός αν γίνεται μόνον κατ’ εξαίρεση και μετά από την παροχή σύμφωνης γνώμης του αρμοδίου οργάνου του Τμήματος στο οποίο ανήκει ο διδάσκων.

γ. Ασκούν τα καθήκοντά τους αναπτύσσοντας κλίμα συνεργασίας και αλληλεγγύης με τους συναδέλφους τους, τους φοιτητές αλλά και τα λοιπά Μέλη του Ιδρύματος συμβάλλοντας ενεργά στη διαμόρφωση ακαδημαϊκής κουλτούρας.

δ. Ενεργούν κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο τηρώντας τις αρχές της ίσης μεταχείρισης προς τους φοιτητές τους ως και σε σχέση με κάθε άλλη διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης στην οποία συμμετέχουν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους (ως διδάσκοντες, εξεταστές, ερευνητές ή όργανα ή μέλη συλλογικών οργάνων ή επιτροπών του Ιδρύματος ή και άλλων ΑΕΙ κατά τα οριζόμενα στο νόμο).

ε. Αξιολογούν και βαθμολογούν τους φοιτητές τους κατά τρόπο αμερόληπτο και διαφανή.

στ. Συμπεριφέρονται στους φοιτητές με το δέοντα σεβασμό και την επιβαλλόμενη μέριμνα. Ο εξαναγκασμός φοιτητών σε έργα άσχετα προς τα πανεπιστημιακά τους καθήκοντα και υποχρεώσεις, ιδίως δε για σκοπούς προσπορισμού οποιασδήποτε ωφέλειας εκ μέρους των διδασκόντων, συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

ζ. Διασφαλίζουν την τήρηση εχεγγύων εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας ως προς ιδιωτικά ή απόρρητα στοιχεία και πληροφορίες των συναδέλφων, των φοιτητών ή άλλων τρίτων που περιέρχονται στη γνώση τους στο πλαίσιο άσκησης των νόμιμων καθηκόντων τους.

3. Τα μέλη του διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού τηρούν την ανωτέρω δεοντολογική συμπεριφορά ως προς κάθε έκφανση των αρμοδιοτήτων τους ιδίως αναφορικά με τη διδασκαλία των μαθημάτων τους, την ενημέρωση, την υποδοχή ή την ακρόαση των φοιτητών τους ως και τη διεξαγωγή εξετάσεων, την αξιολόγηση και τη βαθμολόγηση αυτών.

Άρθρο 6
Ειδικοί κανόνες δεοντολογίας σε σχέση με τους φοιτητές

1. Οι φοιτητές συμμορφώνονται προς τους όρους του παρόντος Κώδικα και τους εν γένει κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες του Ιδρύματος ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή και σύννομη λειτουργία του Ιδρύματος προς όφελος των ιδίων και της ακαδημαϊκής κοινότητας γενικότερα.

2. Στο πλαίσιο αυτό εκπληρώνουν τα φοιτητικά τους καθήκοντα με επιμέλεια και υπευθυνότητα και ιδίως:

α. Συμμετέχουν στα μαθήματα ή εργαστήρια προσηκόντως και σύμφωνα με τους όρους διεξαγωγής τους.

β. Συμβάλλουν στην ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία του μαθήματος ή του εργαστηρίου, απέχοντας από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη διεξαγωγή αυτών.

γ. Ανταποκρίνονται στα καθήκοντα που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο παρακολούθησης των μαθημάτων ή εργαστηρίων, όπως ιδίως σε σχέση με τις εργασίες ομαδικού ή ατομικού χαρακτήρα που εκπονούν και τις λοιπές φοιτητικές δράσεις τους.

δ. Συμβάλλουν στη διαμόρφωση σχέσεων συνεργασίας και συλλογικότητας μεταξύ αυτών.

ε. Συμπεριφέρονται με σεβασμό και ευπρέπεια ως προς τους διδάσκοντες καθηγητές και τα λοιπά Μέλη του Ιδρύματος.

στ. Συμμορφώνονται προς τις παρεχόμενες κατευθυντήριες οδηγίες και συστάσεις των διδασκόντων καθηγητών ή και άλλων αρμοδίων οργάνων και υπηρεσιών του Ιδρύματος.

ζ. Τηρούν την ερευνητική δεοντολογία, ιδίως περί προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 9 του παρόντος.

η. Συμμετέχουν ομαλά και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους κανόνες και κανονισμούς του Ιδρύματος στις διαδικασίες των εξετάσεων απέχοντας από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που θα μπορούσε να παρακωλύσει ή να θέσει σε κίνδυνο την ομαλή διεξαγωγή τους ή να αποκλείσει τη συμμετοχή τους, όπως ενδεικτικά λόγω αντιγραφής ή χρήσης μη κατάλληλων αντικειμένων ή εγγράφων ή μέσων κατά την εξέταση, ενώ παράλληλα συμμορφώνονται με το αδιάβλητο των εξετάσεων.

θ. Συμμετέχουν στις διαδικασίες αξιολόγησης των διδασκόντων καθηγητών και των δομών του Ιδρύματος καταθέτοντας τις απόψεις τους κατά τρόπο αντικειμενικό, δίκαιο και αμερόληπτο με γνώμονα την ανάγκη βελτίωσης των σπουδών του Ιδρύματος.

ι. Χρησιμοποιούν πάντοτε κατά τρόπο νόμιμο, επιδεικνύοντας τον απαιτούμενο σεβασμό και προστατεύοντας τους χώρους, τις εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό του Ιδρύματος, όπως ιδίως τα εργαστήρια, τις πληροφοριακές τεχνολογίες, συστήματα, δομές και πόρους του.

ια. Μεριμνούν για τη διαφύλαξη της καθαριότητας των χώρων του και αποφεύγουν την πρόκληση ή την υπόθαλψη ταραχών ή ανάρμοστης συμπεριφοράς που μπορεί να προκαλέσει ζημιά στα κτίρια, τις εγκαταστάσεις και την περιουσία του.

ιβ. Αποτρέπουν τη χρήση χώρων ή εγκαταστάσεων του Ιδρύματος για παράνομες πράξεις ή πράξεις που προσβάλλουν την εικόνα ή την καλή φήμη του Ιδρύματος.

ιγ. Δε συμμετέχουν σε πράξεις που δεν συνάδουν με την ακαδημαϊκή αποστολή του Ιδρύματος, ή εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία των οργάνων και των υπηρεσιών του Ιδρύματος ή την ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και διδασκαλία καθώς επίσης και την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών.

ιδ. Απέχουν από κάθε πράξη ή συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει ζημία στην περιουσία του Ιδρύματος (π.χ. στον εκπαιδευτικό ή εργαστηριακό εξοπλισμό του) ή να παραβλάψει το κύρος και τη φήμη του Ιδρύματος και των Μελών του.

ιε. Προβαίνουν πάντα σε εξουσιοδοτημένη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και σταθμών εργασίας.

ιστ. Συμμετέχουν στο Συμβούλιο φοιτητών σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου διασφαλίζοντας την ομαλή, σύννομη και αποτελεσματική λειτουργία του και εν γένει.

ιζ. Ενεργούν κατά την άσκηση των φοιτητικών καθηκόντων και εκδηλώσεών τους κατά τρόπο νόμιμο και πάντοτε συμβατό με τη λειτουργία του Ιδρύματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΠΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Άρθρο 7
Πεδίο εφαρμογής

1. Οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται σε κάθε ερευνητική ή αναπτυξιακή δραστηριότητα (ή από κοινού «έρευνα») που διεξάγεται υπό την ευθύνη ή με τη συμμετοχή του επιστημονικού προσωπικού του Ιδρύματος, περιλαμβανομένων ιδίως των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας του Ιδρύματος ή και άλλων Μελών αυτού, στους χώρους του ή εκτός αυτών, με ή χωρίς χρηματοδότηση.

2. Η ερευνητική δραστηριότητα αναφέρεται, για τις ανάγκες του παρόντος και σύμφωνα με τους ορισμούς της κείμενης νομοθεσίας, σε κάθε συστηματική και δημιουργική εργασία που αναλαμβάνεται με σκοπό την αύξηση του αποθέματος γνώσης, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης του ανθρώπου, του πολιτισμού και της
κοινωνίας.

Η αναπτυξιακή δραστηριότητα αναφέρεται για τις ανάγκες του παρόντος σε κάθε συστηματική εργασία χρήσης του αποθέματος της γνώσης για την ανάπτυξη νέων εφαρμογών, ιδίως για τη δημιουργία νέων υλικών, προϊόντων ή εξοπλισμού ως και την εισαγωγή νέων διαδικασιών, συστημάτων ή υπηρεσιών ή τη βελτίωση υφισταμένων.

3. Στους κανόνες δεοντολογίας επί ερευνητικών θεμάτων κατά τους όρους του παρόντος εμπίπτουν επίσης:

α. Οι δραστηριότητες παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών, προγραμμάτων κατάρτισης ή άλλων επιστημονικών εφαρμογών που διαχειρίζεται ο Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) και το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης (ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ) του Ιδρύματος, όπως καθορίζονται με βάση την κείμενη νομοθεσία. Σε σχέση με τις ως άνω δραστηριότητες οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται πέραν των Επιστημονικών Υπευθύνων και σε άλλα συνεργαζόμενα με αυτούς πρόσωπα, όπως σε βοηθούς ή συνεργάτες αυτών, κατά την εκπόνηση ή υλοποίηση έργων στο πλαίσιο παροχής των σχετικών εξειδικευμένων υπηρεσιών, προγραμμάτων κατάρτισης ή άλλων επιστημονικών εφαρμογών.

β. Οι πάσης φύσεως εργασίες προπτυχιακού, μεταπτυχιακού, διδακτορικού ή μεταδιδακτορικού επιπέδου που εκπονούνται από φοιτητές ή και τυχόν άλλες ερευνητικές δράσεις αυτών, όπως η συμμετοχή τους ως συνεργατών, με ή χωρίς χρηματοδότηση, σε ερευνητικές ή αναπτυξιακές δραστηριότητες που αναπτύσσουν ερευνητές περιλαμβανομένων και των Επιστημονικών Υπευθύνων στο Ίδρυμα, στον Ε.Λ.Κ.Ε. ή στο ΚΕ.ΔΙ.ΒΙ.Μ. του Ιδρύματος.

Σε σχέση με τις ως άνω εργασίες, οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται στους φοιτητές που εκπονούν τις σχετικές εργασίες, προπτυχιακού, μεταπτυχιακού, διδακτορικού ή μεταδιδακτορικού επιπέδου.

4. Οι όροι του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των ειδικότερων όρων δεοντολογίας για την έρευνα που τίθενται με τον Κανονισμό Αρχών και Ερευνών της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας της Έρευνας (Ε.Η.Δ.Ε.) του άρθρου 277 του ν. 4957/2022 του Ιδρύματος, όπως καταρτίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 281 του ως άνω νόμου.

Άρθρο 8
Κανόνες δεοντολογίας στην έρευνα

1. Κάθε έρευνα πρέπει να διεξάγεται με σεβασμό στην ακαδημαϊκή ελευθερία, στην επιστημονική αλήθεια, στη ζωή, τη φύση και το περιβάλλον, στη βιολογική και πνευματική ακεραιότητα του ανθρώπου, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την πνευματική ιδιοκτησία και στα προσωπικά δεδομένα. Κατά την έρευνα πρέπει να αποφεύγεται κάθε διακριτική μεταχείριση ή διάκριση των προσώπων στα οποία αφορά η έρευνα με κριτήριο την εθνότητα, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, τη γλώσσα, το φύλο, τη θρησκεία, την ιδιωτική ζωή, τη σωματική ικανότητα ή την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.

2. Κατά την ανάληψη, τη διεξαγωγή και τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνας, οι ερευνητές οφείλουν να μεριμνούν ώστε:

α. Να έχουν ληφθεί οι απαραίτητες και απαιτούμενες άδειες για την υλοποίηση της συγκεκριμένης έρευνας από τους αρμόδιους κάθε φορά φορείς.

β. Να μην υφίσταται ή να μην προκύψει κατά τη διεξαγωγή της έρευνας οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων η οποία θα απαγόρευε ή θα δυσχέραινε τη διεξαγωγή της έρευνας κατά τρόπο αντικειμενικό και επιστημονικά αδιάβλητο.

γ. Να τηρούνται τυχόν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στο συγκεκριμένο είδος έρευνας.

δ. Να μην παραβιάζονται σε καμία περίπτωση διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που αναφέρονται και αφορούν την προστασία προσωπικών δεδομένων και

ε. Να μην παραβιάζεται επίσης σε καμία περίπτωση η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας.

3. Οι ερευνητές υποχρεούνται να δημοσιοποιούν την πηγή ή τις πηγές χρηματοδότησης της έρευνάς τους.

4. Δεν επιτρέπεται στη σύναψη συμφωνίας για τη χρηματοδότηση ενός ερευνητικού έργου να συμπεριλαμβάνονται όροι οι οποίοι θέτουν σαφώς σε κίνδυνο την ελευθερία τους κατά το σχεδιασμό, τη διεξαγωγή ή τη διατύπωση των συμπερασμάτων της έρευνάς τους.

5. Ο σχεδιασμός και η διεξαγωγή ενός ερευνητικού προγράμματος θα πρέπει να γίνεται με βάση τις αρχές και τους κανόνες της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Απαγορεύεται ρητά η κατασκευή ή η παραποίηση ερευνητικών αποτελεσμάτων.

6. Οι ερευνητές θα πρέπει να μεριμνούν ούτως ώστε να τηρείται η κείμενη νομοθεσία που αφορά τη λήψη μέτρων και την τήρηση κανόνων ασφαλείας κατά την ανάληψη και τη διάρκεια υλοποίησης των ερευνητικών τους δραστηριοτήτων.

7. Οι Επιστημονικοί Υπεύθυνοι των ερευνητικών προγραμμάτων πρέπει να ενημερώνουν συνοπτικά, αλλά με ειλικρίνεια και επάρκεια όσους πρόκειται να λάβουν μέρος ή να επηρεαστούν άμεσα από αυτά, για τους στόχους του προγράμματος. Όταν για τη διεξαγωγή της έρευνας απαιτείται συναίνεση του πολίτη που συμμετέχει, η ενημέρωση του τελευταίου πρέπει να είναι πλήρης. Πρέπει επίσης να ενημερώνουν μη συμμετέχοντα πρόσωπα στην έρευνα τα οποία όμως επηρεάζονται άμεσα από τη διεξαγωγή της.

8. Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας οι συνεργάτες απολαμβάνουν ελευθερία σκέψης και έκφρασης γνώμης, οφείλουν όμως να τηρούν τους κανόνες που τίθενται από τον Επιστημονικό Υπεύθυνο της έρευνας. Οι συνεργάτες στην έρευνα οφείλουν: α) να ασκούν την ερευνητική τους δραστηριότητα με κύριο σκοπό την επέκταση της επιστημονικής γνώσης και το καλό του κοινωνικού συνόλου και β) να τηρούν τις διατάξεις της νομοθεσίας που αναφέρονται στα αντικείμενα της έρευνας και τους κανόνες δεοντολογίας του επαγγέλματός τους και του παρόντος Κώδικα.

9. Στη συλλογική έρευνα, ο Επιστημονικός Υπεύθυνος οφείλει να μεριμνά για την τήρηση των αρχών και της δεοντολογίας απ’ όλα τα μέλη της ερευνητικής ομάδας.

Ο σεβασμός της ατομικής συμβολής του κάθε ερευνητή και η τήρηση της διαφάνειας και της αμοιβαίας ενημέρωσης αποτελούν υποχρέωση όλων των συμμετεχόντων στην έρευνα.

10. Σε περίπτωση που η έρευνα έχει εξωτερική χρηματοδότηση ακολουθούνται οι διαδικασίες που περιγράφονται στους οικείους οδηγούς χρηματοδότησης έρευνας του ΕΛΚΕ ή του ΚΕΔΙΒΙΜ του Ιδρύματος.

11. Πινακίδες, ανακοινώσεις και γενικά μέσα προβολής των ερευνητικών προγραμμάτων διαμορφώνονται και χρησιμοποιούνται με τρόπο που να εξυπηρετεί την ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας και του κοινού. Η μνεία ενδεχόμενων χορηγών σε δραστηριότητες ή έντυπα των ερευνητικών ομάδων πρέπει να γίνεται με προσοχή, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση ως προς τον φορέα της έρευνας, να μην παρέχεται η αίσθηση διαφήμισης συγκεκριμένου προϊόντος ούτε να δίδεται η εντύπωση της μόνιμης σύνδεσης του χορηγού με το Ίδρυμα. Πινακίδες και γενικά έντυπα προβολής των προγραμμάτων οφείλουν να αναφέρουν όλους τους συντελεστές της έρευνας.

12. Επίκληση τίτλου διοικητικής θέσης, που κατέχει μέλος ΔΕΠ σε συλλογικό όργανο, για την επιδίωξη εξωτερικής χρηματοδότησης, η οποία αφορά στην ακαδημαϊκή μονάδα, γίνεται με τη συγκατάθεση του συλλογικού οργάνου. Για ειδικές κατηγορίες μελών ΔΕΠ (δικηγόροι κ.λπ.) ισχύουν οι επιπλέον δεσμεύσεις που αφορούν στους κλάδους τους.

13. Στην περίπτωση που η Επιτροπή Δεοντολογίας διαπιστώσει από τους Επιστημονικού Υπεύθυνους ή άλλους συνεργάτες αυτών παράβαση των κανόνων δεοντολογίας ή τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος, κατά τη διερεύνηση περιστατικού, αποστέλλει το σχετικό πόρισμα στον Πρύτανη, προκειμένου αυτός να αξιολογήσει το περιστατικό και να διενεργήσει τα νόμιμα.

Άρθρο 9
Κανόνες δεοντολογίας σχετικά με τα πνευματικά
δικαιώματα και τις δημοσιεύσεις

1. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή ολόκληρου ή μέρους πνευματικών έργων τρίτων προσώπων (βιβλίων, άρθρων, εργασιών, κ.λπ.) καθώς και η μετάφραση, η διασκευή, η παραποίηση ή η απομίμησή τους, χωρίς την άδεια του δημιουργού τους. Η απαγόρευση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από τη μορφή αναπαραγωγής (έντυπη, ηλεκτρονική, φωτογραφική, κ.λπ.). Μη θιγομένων των διατάξεων περί αστικών ή ποινικών κυρώσεων, τυχόν παραβατική συμπεριφορά εκ μέρους Μέλους του Ιδρύματος σχετιζόμενη με τα ανωτέρω συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ως προς το οποίο επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές του άρθρου 179 του ν. 4957/2022.

2. Κατ’ εξαίρεση, δε συνιστά παράβαση και ούτε προσκρούει στις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993) η χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, αναπαραγωγή άρθρων νομίμως δημοσιευμένων σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, συντόμων αποσπασμάτων έργου ή τμημάτων συντόμου έργου ή έργου των εικαστικών τεχνών νομίμως δημοσιευμένου, που γίνεται αποκλειστικά και μόνο για σκοπούς διευκόλυνσης της διδασκαλίας ή διεξαγωγής των εξετάσεων στο Ίδρυμα, στο μέτρο που δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό, είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και δεν εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση. Η αναπαραγωγή πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη της πηγής και των ονομάτων του δημιουργού και του εκδότη, εφόσον τα ονόματα αυτά εμφανίζονται στην πηγή.

3. Τις ποινές της παρ. 1 επισύρουν και τα πειθαρχικά παραπτώματα της αντιγραφής, της πλαστογραφίας, της πλαστοπροσωπίας, της λογοκλοπής ως και άλλες συναφείς παραβατικές συμπεριφορές κατά τους όρους της παρ. 2 του άρθρου 177 και του 197 του ν. 4957/2022.

4. Ενδεικτικές περιπτώσεις παράβασης των κανόνων δεοντολογίας συνιστούν:

α. Η παράλειψη της αναφοράς της πνευματικής συνεισφοράς τρίτων προσώπων σε οποιοδήποτε δημοσιευμένο έργο ή αντίθετα, η συμπερίληψη προσώπου ως δημιουργού ή συν- δημιουργού σε έργο στο οποίο το σχετικό πρόσωπο δεν συνεισέφερε προσωπικό πνευματικό έργο.

β. Η αντιγραφή ερευνητικής εργασίας τρίτου που έχει δημοσιευθεί (π.χ. μέσω του διαδικτύου).

γ. Η παραποίηση δεδομένων ή άλλων μορφών έρευνας, η μη εξουσιοδοτημένη συλλογή και χρήση των δεδομένων ή και άλλων στοιχείων και πληροφοριών σε σχέση με τους όρους που διέπουν την έρευνα ως και κάθε άλλου είδους απατηλή συμπεριφορά σε σχέση με τη χρήση δεδομένων, στοιχείων και πληροφοριών.

δ. Η παράνομη ιδιοποίηση ιδεών ή γνωμών που έχουν αποτυπωθεί εγγράφως ή και μέσω λειτουργικού συστήματος ή λογισμικού ή δεδομένων ή συνδυασμού αυτών χωρίς τη νόμιμη συναίνεση του δικαιούχου ή την τήρηση προβλεπόμενης διατύπωσης.

ε. Η κακοδιαχείριση ή η ανεπαρκής διατήρηση δεδομένων και πρωτογενούς υλικού της έρευνας όταν η τήρησή τους επιβάλλεται για τους σκοπούς του έργου.

στ. Η αθέτηση υποχρέωσης γνωστοποίησης σύγκρουσης συμφερόντων στην έρευνα, περιλαμβανομένης της μη γνωστοποίησης της πηγής χρηματοδότησης για την έρευνα, ιδίως όταν ο χρηματοδότης έχει ιδιαίτερο συμφέρον στο αποτέλεσμα της έρευνας.

ζ. Η αθέτηση υποχρέωσης εμπιστευτικότητας που επιβάλλεται στο πλαίσιο συμβατικής ή άλλης νόμιμης υποχρέωσης.

η. Η εμφάνιση ορισμένης έρευνας ως νέας ενώ έχει δημοσιευθεί στο παρελθόν με αποτέλεσμα την παραπλάνηση τρίτων ως προς το χρόνο διεξαγωγής της.

θ. Η ανάθεση σε τρίτο με ή χωρίς αμοιβή της εκπόνησης και συγγραφής ερευνητικής εργασίας, εν όλω ή εν μέρει, και η εν συνεχεία παρουσίασή της ως ίδιο έργο του αναθέτοντος.

ι. Η διενέργεια ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων ως προς την ύπαρξη έννομης σχέσης ή νόμιμου συμφέροντος που σχετίζεται με την έρευνα, περιλαμβανομένων ιδίως της αθέτησης υποχρέωσης γνωστοποίησης ουσιώδους συμφέροντος του ερευνητή ή των χρηματοδοτών του έργου ή του γεγονότος ότι η έρευνα χρηματοδοτείται με βάση τη συμφωνία που τη διέπει.

ια. Η χρήση τμημάτων εργασιών άλλων ατόμων ή οργανισμών, οποιουδήποτε τύπου (κείμενο, φωτογραφία, βίντεο), συμβατικής ή ψηφιακής μορφής, χωρίς να αναφέρονται οι πηγές των πληροφοριών.

ιβ. Η αντιγραφή τμημάτων κειμένου από ένα δημοσιευμένο έργο τρίτου χωρίς την ύπαρξη σχετικής παραπομπής ή αναφοράς (reference).

ιγ. Η παρουσίαση ερευνητικής εργασίας τρίτου ως προϊόντος προσωπικής εργασίας.

ιδ. Η πολλαπλή χρήση της ίδιας εργασίας σε διαφορετικά μαθήματα που έχει ως αποτέλεσμα να δίνεται η παραπλανητική εντύπωση ότι ο φοιτητής ανταποκρίνεται στις σχετικές υποχρεώσεις του.

ιε. Σε περίπτωση πνευματικού έργου που είναι συλλογικό αποτέλεσμα, η μη αναφορά στο έργο συνδημιουργού ή κατά τη σειρά σπουδαιότητας της συμβολής του. Ενδείκνυται οι ερευνητές να συμφωνούν μεταξύ τους και με τους λοιπούς βοηθούς ή συνεργάτες τους εγγράφως ή να τηρούν μέσω αρχείων ηχογράφησης ή και με άλλα ηλεκτρονικά μέσα τον τρόπο συνεργασίας τους και δημοσίευσης των ερευνητικών εργασιών ή άλλων έργων που εκπονούν, ως και τους όρους αναφοράς των ονομάτων των συνδημιουργών ή και βοηθών ή συνεργατών τους στις σχετικές δημοσιεύσεις.

5. Αν το πνευματικό δημιούργημα είναι το τελικό εξαγόμενο αμειβόμενου ερευνητικού έργου, που ανατέθηκε μέσω σύμβασης, είτε από φορέα του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα είτε από ιδιωτικό φορέα, θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί μέσω των όρων της σύμβασης.

6. Για την περίπτωση της εκμετάλλευσης των περιουσιακών δικαιωμάτων που ενδεχομένως προκύπτουν από την εκμετάλλευση δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, είτε από τον δημιουργό είτε από τον εφευρέτη, ενδέχεται να υπάρχουν περιορισμοί οι οποίοι θα πρέπει να διερευνώνται κατά περίπτωση. Η περίπτωση αυτή ισχύει για έργα τα οποία παρήχθησαν με μέσα ή με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος ή άλλου φορέα.

7. Στην περίπτωση εκπόνησης μεταπτυχιακών εργασιών και διδακτορικών διατριβών, τα πνευματικά δικαιώματά τους ανήκουν αντίστοιχα στον μεταπτυχιακό και στον διδακτορικό φοιτητή. Θεωρείται αυτονόητο ότι τόσο η μεταπτυχιακή εργασία, όσο και η διδακτορική διατριβή είναι πρωτότυπα έργα του υποψηφίου ο οποίος τα υποβάλλει προς κρίση στις αρμόδιες επιτροπές αξιολόγησης του Πανεπιστημίου.

8. Όταν ο μεταπτυχιακός ή ο διδακτορικός φοιτητής δημοσιεύει πρωτότυπες εργασίες που προκύπτουν από τη μεταπτυχιακή ή τη διδακτορική διατριβή, εφόσον ο επιβλέπων καθηγητής ή άλλοι ερευνητές ή άλλα πρόσωπα έχουν ουσιαστική και πραγματική συνεισφορά στην ανάπτυξη των συγκεκριμένων εργασιών, καθένας από αυτούς θα πρέπει να αναφέρεται ως συν-συγγραφέας σύμφωνα με την συνεισφορά ενός εκάστου στην παραγωγή της συγκεκριμένης εργασίας.

9. Εφόσον ο μεταπτυχιακός ή ο διδακτορικός φοιτητής εκδώσει σε οποιαδήποτε μορφή τη μεταπτυχιακή του εργασία ή τη διδακτορική του διατριβή, είναι υποχρεωμένος να αναφέρει το όνομα του Ιδρύματος, της Σχολής και του Τμήματος στο οποίο εκπονήθηκε η συγκεκριμένη εργασία. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και στην περίπτωση των πρωτότυπων δημοσιεύσεων.

10. Όταν ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του ερευνητικού έργου προβεί σε έντυπη ή ηλεκτρονική έκδοση, μέρους ή/και του συνόλου των αποτελεσμάτων του ερευνητικού έργου, τότε είναι υποχρεωμένος να αναγράφει σε κάθε περίπτωση το όνομα του Ιδρύματος, εφόσον το συγκεκριμένο ερευνητικό έργο υλοποιήθηκε εντός των εγκαταστάσεων αυτού.

11. Κάθε μέλος διδακτικού ή/και ερευνητικού προσωπικού του Ιδρύματος υποχρεούται να αναφέρει το όνομα του Ιδρύματος σε όλες τις επιστημονικές του παρουσιάσεις και δημοσιεύσεις, η δε αναφορά στην ονομασία του Ιδρύματος σε ξένη γλώσσα θα γίνεται σύμφωνα με την εγκεκριμένη από το Ίδρυμα ονομασία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ: ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ
ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ
ΚΑΙ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΟΥΜΕΝΩΝ
ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 10
Διαδικασία κατάρτισης και ισχύος Κώδικα Δεοντολογίας

Ο παρών Κώδικας καταρτίζεται από την Επιτροπή Δεοντολογίας και ισχύει μετά την έγκρισή του από τη Σύγκλητο σύμφωνα με το άρθρο 217 του ν. 4957/2022. Ο Κώδικας Δεοντολογίας ενσωματώνεται στον Εσωτερικό Κανονισμό του Ιδρύματος τηρουμένων των προβλέψεων του νόμου.

Άρθρο 11
Όροι κατάρτισης και αναθεώρησης του Κώδικα Δεοντολογίας

1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας συντάσσει σχέδιο Κώδικα Δεοντολογίας, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του νόμου, τις καλές πρακτικές που μπορεί να υιοθετούνται για τη λειτουργία των ΑΕΙ στην ημεδαπή ή στο εξωτερικό, ως και τους εν γένει όρους λειτουργίας του Ιδρύματος.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας μπορεί να εισηγείται την αναθεώρηση του Κώδικα Δεοντολογίας στον Πρύτανη με σχετική κοινοποίηση της εισήγησής της στη Σύγκλητο του Ιδρύματος σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο νόμο. Η εισήγηση αυτή υποβάλλεται στην αρχή του σχετικού ακαδημαϊκού έτους ως συνοδευτική της Ετήσιας Έκθεσης της Επιτροπής Δεοντολογίας που συντάσσει και υποβάλλει στον Πρύτανη με κοινοποίησή της στη Σύγκλητο σύμφωνα με το νόμο στο πλαίσιο άσκησης των νόμιμων καθηκόντων της. Οι εισηγήσεις τροποποίησης δεν αποκλείεται να υποβάλλονται και πέραν του ως άνω τακτικού χρόνου, μετά από προηγούμενη ενημέρωση του Πρύτανη και εφόσον αυτός δε φέρει αντιρρήσεις.

Άρθρο 12
Διαδικασίες συμμόρφωσης

1. Για τις ανάγκες εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, περιλαμβανομένων ιδίως της Διεύθυνσης Προσωπικού και των αρμοδίων Γραμματειών των Τμημάτων των Σχολών αυτού, υιοθετούν διαδικασίες ώστε τα Μέλη του Ιδρύματος να λαμβάνουν γνώση των διατάξεων του Κώδικα και να βεβαιώνουν εγγράφως ότι θα ενεργούν σύμφωνα με αυτόν.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας ενημερώνεται για την τήρηση των ανωτέρω διαδικασιών και τον τρόπο εφαρμογής τους από τις ως άνω αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος.

3. Η συμμόρφωση προς τους κανόνες λειτουργίας του Ιδρύματος και τους όρους του παρόντος Κώδικα αποτελεί αυτοτελή υποχρέωση και ίδια ευθύνη ενός εκάστου των Μελών του Ιδρύματος. Η Επιτροπή Δεοντολογίας επιλαμβάνεται επί υποθέσεων εξέτασης πιθανολογούμενων παραβάσεων σύμφωνα με τους όρους και τη διαδικασία του άρθρου 13.

4. Ενδείκνυται τα Μέλη του Ιδρύματος να ενημερώνουν τον Πρύτανη στις περιπτώσεις πιθανολογούμενων παραβάσεων του Κώδικα Δεοντολογίας ή υπονοιών ή ενδείξεων ως προς την τέλεση πράξεων παράβασης. Η Επιτροπή Δεοντολογίας, ύστερα από εντολή του Πρύτανη, διερευνά περιστατικά που υπέπεσαν στην αντίληψη του Πρύτανη βάσει της ανωτέρω ενημέρωσης και προβαίνει σε σχετική εξέταση της υπόθεσης σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 13 έως 16.

Άρθρο 13
Εξέταση πιθανολογούμενων παραβάσεων

1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν ενεργεί ως πειθαρχικό όργανο και ούτε υπέχει αρμοδιότητες επιβολής πειθαρχικών ποινών.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας προβαίνει σε εξέταση πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας στις εξής περιπτώσεις:

α. Μετά από εντολή του Πρύτανη,

β. Μετά από έγγραφη αναφορά ή καταγγελία Μέλους του Ιδρύματος (φοιτητών, μελών Δ.Ε.Π., μελών Ε.Ε.Π., Ε.ΔΙ.Π. και Ε.Τ.Ε.Π., ερευνητών, επισκεπτών διδασκόντων και διοικητικού προσωπικού),

γ. Αυτεπαγγέλτως, εφόσον λάβει νόμιμη γνώση περί της πιθανολογούμενης παράβασης. Η Επιτροπή Δεοντολογίας λαμβάνει νόμιμα γνώση εφόσον ενημερώνεται για την πιθανολογούμενη παράβαση:

γα) από τις κατά περίπτωση αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος (π.χ. μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου),

γβ) από Μέλος του Ιδρύματος βάσει επαρκών στοιχείων και πληροφοριών που της παρέχονται εγγράφως.

3. Η Επιτροπή Δεοντολογίας δύναται να ζητά την υποβολή αναφορών ή καταγγελιών ή ενημερώσεων σύμφωνα με την παρ. 2 βάσει ειδικού εντύπου με το οποίο καθορίζονται τα πεδία που θα πρέπει να συμπληρώνονται για το ορισμένο της αναφοράς ή της καταγγελίας ή της ενημέρωσης, τα πεδία τεκμηρίωσης αυτής, ως και κάθε άλλο θέμα και σχετική λεπτομέρεια.

Άρθρο 14
Διαδικασία εξέτασης

1. Για την εξέταση υπόθεσης πιθανολογούμενης παράβασης σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 13, η Επιτροπή Δεοντολογίας συνεκτιμά ιδίως:

α. το είδος της πιθανολογούμενης παράβασης ή της υπόνοιας ή της ένδειξης τέλεσης πράξης παράβασης και τα πραγματικά περιστατικά που τίθενται υπόψη της βάσει της αναφοράς ή της καταγγελίας ή της ενημέρωσης της παρ. 2 του άρθρου 13,

β. τα διαθέσιμα στοιχεία και τις πληροφορίες σε σχέση με την πιθανολογούμενη παράβαση ή την υπόνοια ή ένδειξη για την τέλεσή της,

γ. το ορισμένο της αναφοράς ή καταγγελίας ή της ενημέρωσης της παρ. 2 του άρθρου 13,

δ. το βαθμό επείγοντος ως προς τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της,

ε. τον αριθμό και την πορεία τυχόν εκκρεμών υποθέσεων εξέτασης και το σχετικό φόρτο εργασίας,

στ. την επάρκεια χρόνου που μπορεί να διαθέτει για να επιληφθεί.

2. Στις περιπτώσεις μη ορισμένου της αναφοράς ή της καταγγελίας ή της ενημέρωσης της παρ. 2 του άρθρου 13, η Επιτροπή Δεοντολογίας δύναται να ζητά πρόσθετα στοιχεία ή πληροφορίες ή την επιβεβαίωση και διευκρίνιση των υποβληθέντων. Η Επιτροπή Δεοντολογίας δεν προχωρεί στην εξέταση της υπόθεσης αν δεν της παρασχεθούν τα ζητηθέντα στοιχεία και πληροφορίες ως προς την πιθανολογούμενη παράβαση ή υπόνοια ή ένδειξη τέλεσης της σχετικής παράβασης ή αν δεν είναι αυτά επαρκή και τεκμηριωμένα.

Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή Δεοντολογίας αρχειοθετεί τις υποβληθείσες αναφορές ή καταγγελίες ή ενημερώσεις. Τα σχετικά αρχεία τίθενται στη διάθεση του Πρύτανη σε πρώτη ζήτηση. Η Επιτροπή Δεοντολογίας ενημερώνει άμεσα τον Πρύτανη στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 3.

Η Επιτροπή Δεοντολογίας αναφέρει απολογιστικά και σε ανώνυμη βάση περιπτώσεις αναφορών ή καταγγελιών ή ενημερώσεων που έχουν ως άνω αρχειοθετηθεί στην Ετήσια Έκθεση που συντάσσει σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 11.

3. Στις περιπτώσεις κατεπείγοντος ως προς την αντιμετώπιση πιθανολογούμενης παράβασης ή υπονοιών ή ενδείξεων για την τέλεση της παράβασης, ιδίως όταν λόγω της σοβαρότητας της παράβασης ή επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος είναι αναγκαία η λήψη πειθαρχικού μέτρου για την αποτροπή κινδύνου ή όταν στις ανωτέρω περιπτώσεις η Επιτροπή Δεοντολογίας δε διαθέτει επαρκή χρόνο να επιληφθεί άμεσα ή κατά προτεραιότητα για την αξιολόγηση της υπόθεσης με βάση και το βαθμό σημαντικότητας αυτής, ενδεικτικά λόγω μη συγκέντρωσης επαρκών στοιχείων ή μη επάρκειας των χρονικών περιθωρίων που τίθενται για την αξιολόγηση της υπόθεσης ή όταν για την αξιολόγηση της υπόθεσης κρίνεται αναγκαία η εμμάρτυρη απόδειξη βάσει πειθαρχικής διαδικασίας, η Επιτροπή Δεοντολογίας προβαίνει σε άμεση ενημέρωση του Πρύτανη και λαμβάνει από αυτόν οδηγίες και εντολές ως προς τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης.

4. Η Επιτροπή Δεοντολογίας αποφαίνεται σχετικά με τη διαπίστωση παραβάσεων του Κώδικα Δεοντολογίας ή την τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που συγκεντρώνει κατά την εξέταση, διερεύνηση και αξιολόγηση κρινόμενων αναφορών ή καταγγελιών ή ενημερώσεων της παρ. 2 του άρθρου 13 ή και με βάση προφορικές διευκρινίσεις που της παρέχονται στο πλαίσιο άσκησης των νομίμων καθηκόντων της από το πρόσωπο που υπέβαλε την αναφορά ή την καταγγελία ή παρείχε τη σχετική ενημέρωση. Προς το σκοπό αυτό δύναται να καλεί το ως άνω πρόσωπο μετά από σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία ή και με έγγραφη κλήση αναφέροντας τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της παράστασής του ενώπιόν της για την παροχή των διευκρινίσεων και την έκθεση των απόψεών του.

5. Αν η Επιτροπή Δεοντολογίας κατά την εξέταση της υπόθεσης διαπιστώσει ότι για τη διερεύνηση και αξιολόγησή της κρίνεται αναγκαία η εξέταση μαρτύρων ή η διεξαγωγή άλλης πειθαρχικής διαδικασίας, ενημερώνει σχετικά τον Πρύτανη και προβαίνει σε μνεία του θέματος αυτού στο πόρισμα που υποβάλλει στον Πρύτανη σύμφωνα με το άρθρο 15.

Άρθρο 15
Πόρισμα εξέτασης - Διαδικασία λήψης αποφάσεων

1. Σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης του Κώδικα

Δεοντολογίας ή πειθαρχικού παραπτώματος, περιλαμβανομένων και των περιπτώσεων όπου διαπιστώνεται η ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων παράβασης ή σχετικού παραπτώματος, τηρουμένων των όρων των άρθρων 10 έως 14, η Επιτροπή Δεοντολογίας συντάσσει σχετικό πόρισμα το οποίο και αποστέλλει στον Πρύτανη για τις περαιτέρω ενέργειες σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο νόμο.

Η Επιτροπή Δεοντολογίας προβαίνει στη σύνταξη πορίσματος και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στο πλαίσιο εξέτασης υπόθεσης δεν στοιχειοθετείται κατά την κρίση της παράβαση. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό πόρισμα αρχειοθετείται και τίθεται στη διάθεση του Πρύτανη σε πρώτη ζήτηση.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας αποφαίνεται επί υποθέσεων αναφορικά με τη διαπίστωση ή μη παραβάσεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον παρίστανται ή αντιπροσωπεύονται κατά τη σχετική συνεδρίαση άπαντα τα Μέλη της.

Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος Μέλους ως προς τη συμμετοχή του σε συνεδρίαση μπορεί να αναπληρώνεται από έτερο Μέλος. Κάθε Μέλος μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα και μόνο έτερο Μέλος.

3. Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής Δεοντολογίας επί θεμάτων που αφορούν στις ανωτέρω υποθέσεις διεξάγονται μία (1) φορά το μήνα. Η διεξαγωγή τους μπορεί να λάβει χώρα με φυσική παρουσία των Μελών στον προγραμματισμένο τόπο της συνεδρίασης ή και διαδικτυακά.

Για την πρόσκληση των Μελών επιμελείται ο Πρόεδρος της Επιτροπής Δεοντολογίας. Εναλλακτικά, η κατάρτιση
και υπογραφή του πρακτικού του πορίσματος από όλα τα Μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της Επιτροπής Δεοντολογίας, ακόμη και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση.

4. Οι αποφάσεις επί θεμάτων που αφορούν στις ανωτέρω υποθέσεις λαμβάνονται εφόσον συμφωνούν τα 2/3 των παρισταμένων ή αντιπροσωπευομένων Μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Σε περίπτωση ισοψηφίας ή μειοψηφούσας θέσης, αυτή καταγράφεται στο σχετικό πόρισμα.

Άρθρο 16
Εμπιστευτικότητα - Εχεμύθεια - Απόρρητο

1. Τα Μέλη της Επιτροπής Δεοντολογίας έχουν υποχρέωση τήρησης της εμπιστευτικότητας, της εχεμύθειας και του απορρήτου σύμφωνα με τη νομοθεσία ως προς τις υποβαλλόμενες αναφορές, καταγγελίες και ενημερώσεις της παρ. 2 του άρθρου 13 και τις πάσης φύσεως πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση τους σε σχέση με αυτές κατά την εξέταση υποθέσεων σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Κεφαλαίου.

2. Η Επιτροπή Δεοντολογίας δύναται να ζητά από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης του Πρύτανη, κάθε στοιχείο και πληροφορία που κρίνει αναγκαία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της σε σχέση με εξεταζόμενη υπόθεση πιθανολογούμενης παράβασης για τις ανάγκες διαπίστωσης της παράβασης. Το αίτημα παροχής στοιχείων και πληροφοριών κατά τα ανωτέρω μπορεί να υποβάλλεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την οικεία υπηρεσία ή τον καθ’ ύλη αρμόδιο υπάλληλο του ιδρύματος με σχετική κοινοποίηση προς τον Πρύτανη.

Άρθρο 17
Ισχύς

Ο παρών Κώδικας ισχύει από την ημερομηνία έγκρισής του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 10. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Δείτε ΕΔΩ όλα τα τελευταία Φοιτητικά Νέα.

Φοιτητικά Νέα/Foititikanea.gr