Καθηγητές Σχολής Θετ. Επιστηµών ΕΚΠΑ: Ο Ν. 4653/20 δημιουργεί ερωτηματικά για τις προοπτικές της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα

Καθηγητές Σχολής Θετ. Επιστηµών ΕΚΠΑ: Ο Ν. 4653/20 ∆ηµιουργεί Ερωτηµατικά για τις Προοπτικές της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα

Η ανακοίνωση του Συλλόγου ∆ιδασκόντων της Σχολής Θετικών Επιστηµών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών:  

1. Η συζήτηση των αλλαγών στο ϑεσµικό πλαίσιο της Ανωτάτης Εκπαίδευσης παραµένει επίκαιρη


Στην αµέσως προηγούµενη περίοδοµέσα στις δύσκολες συνθήκες της πανας, δοκιµάστηκαν και συνεχίζουν να δοκιµάζονται οι αντοχές όλων. Εκσυγχρονιστές όλων των αποχρώσεων ανακάλυψαν το Εθνικό Σύστηµα Υγείας, και ίσως να πέρασε στιγµιαία από το µυαλό τους ότι στις λαµπερές ιδιωτικές κλινικές η ιατρική ϕροντίδα παρέχεται επιλεκτικά, µε γνώµονα το κέρδος που αποϕέρουν οι, ενίοτε αχρείαστες, ιατρικές πράξεις και όχι τις υγειονοµικές ανάγκες του πληθυσµού. ΄Οµως ενώ τα κρούσµατα δεν έχουν σταµατήσει, όχι µόνο δεν προγραµµατίζεται από την κυβέρνηση καµία σοβαρή ενίσχυση του ΕΣΥ, αλλά µε επικίνδυνη αυταρέσκεια προωϑείται, σαν πρώτα, ο κανιβαλισµός του από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Το να είναι καλυµµένες οι οργανικές ϑέσεις, να υπάρχουν κενά κρεβάτια σε ένα νοσοκοµείο ή επαρκής υγειονοµική κάλυψη στην περιφέρεια ϑεωρείται οικονοµικά ασύµφορο. ΄Οταν οι συνθήκες γίνονται οpιακές και είναι δύσκολο να αποσιωπηθούν τα συσσωρευµένα προβλήµατα τότε αρχίζουν οι παιάνες για το έθνος που ϑα βγει νικητής, αντηχούν υποκριτικά χειροκροτήµατα, αλλά η ατζέντα παραµένει η ίδια.

Ανάλογης αφετηρίας αντιλήψεις επικρατούν και στον δικό µας χώρο, αυτόν της Παιδείας. Επειδή οι «µεταρρυθµίσεις» είναι αδιάκοπες, δηµοσιεύουµε τα υπεσχηµένα σε προηγούµενη ανακοίνωσή µας σχόλια για τον Ν. 4653/20. Σε µια χώρα όπου ατµοµηχανή της «ανάπτυξης» ϑεωρούνται οι χρυσές βίζες και τα καζίνα, η «ποιότητα» στην Παιδεία δύσκολα ϑα έχει τύχη, όσες ϕορές και να επαναληφθεί σαν ξόρκι η λέξη στα διάφορα νοµοθετήµατα. Η ιθύνουσα τάξη της χώρας έχει αποδεχθεί για την Ελλάδα µια ϑέση στον διεθνή καταµερισµό εργασίας µε µικρές ανάγκες για σοβαρά καταρτισµένο επιστηµονικό δυναµικό. Οι υπόλοιποι απόφοιτοι ΑΕΙ ας µην ασχοληθούν µε το αντικείµενο των σπουδών τους ή ας υποαπασχολούνται ή ας µεταναστεύσουν. Σε µια τέτοια κατάσταση πραγµάτων, η επίκληση µιας αντεστραµµένης πραγµατικότητας βοηθάει να κερδηθεί χρόνος µέχρι την επόµενη «µεταρρυθµιστική» οµοβροντία. Λέξεις που έχουν αδειάσει από το περιεχόµενο τους : «καινοτοµία», «πιστοποίηση», «αριστεία» συνοδεύουν νοµοθετήµατα που στην πραγµατικότητα ανατρέπουν την παροχή σοβαρής, δηµόσιας παιδείας. Αυτές οι λέξεις έχουν την τιµητική τους και στον Ν. 4653/20 για την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η εισαγωγή όλο και περισσότερων «διαδικασιών» και η δηµιουργία µιας πολυπλόκαµης, αυτοαναπαραγόµενης, γραϕειοκρατίας για να τις επιβλέπει και να τις πολλαπλασιάζει δεν µπορεί να εντυπωσιάσει όσους γνωρίζουν πώς λειτουργεί διεθνώς η κάστα των λεγόµενων administrators στα υψηλά κλιµάκια των πανεπιστηµίων.

Η ηγεσία του υπουργείου παιδείας κάνει «µεταρρυθµίσεις» µε άξονα την ασαφή έννοια της «επιχειρηµατικότητας» και εισάγει κριτήρια αξιολόγησης µε βάση την αγοραία αξία των κρινόµενων αποτελεσµάτων, δηλαδή το κέρδοςποιου ακριβώς ; Η εξυπηρέτηση της «αγοράς» ανάγεται σε πρόταγµα που πρέπει να υπηρετηθεί από τα πανεπιστήµια και τους λειτουργούς τους. Επιτελείται µία σύγχυση ανάµεσα στην Παιδεία και την εκπαίδευση και ανάµεσα στην Παιδεία και την επαγγελµατική αποκατάσταση.

2. Τα σχόλιά µας για τον Ν. 4653/20

Με τον νόµο αυτό η ήδη πενιχρή χρηµατοδότηση των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, που τώρα καν δεν καλύπτει τα πάγια έξοδά τους, συναρτάται από διαδικασίες «αξιολόγησης» µε κριτήρια προβληµατικά. Η επιχειρηµατικότητα λαµβάνει ισότιµο αν όχι ανώτερο pόλο από την προαγωγή της επιστήµης και της έρευνας. Εισάγονται κριτήρια αποτίµησης της ποιότητας µη ακαδηµαϊκού χαρακτήρα και ϕαίνεται να επιβραβεύεται η πάση ϑυσία σύνδεση µε την (όποια) επιχειpηµατική δραστηριότητα, ανεξάρτητα αν συνοδεύεται από την παραγωγή γνώσης. Περνάνε σε δεύτερη µοίρα τόσο η βασική έρευνα στις Θετικές Επιστήµες όσο και τα αντικείµενα των Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών επιστηµών. Πολλά δε από τα προτεινόµενα κριτήρια αξιολόγησης, είναι ανεξάρτητα από τη βούληση και την προσπάθεια των ΑΕΙ.

Πιο συγκεκριµένα στο άρθρο 10 του Ν. 4653/20 περιγράφονται ως κριτήρια αξιολόγησης : «τα µαθησιακά αποτελέσµατα, τα επιδιωκόµενα προσόντα και η ζήτηση τους στην αγορά εργασίας, η σύνδεση των προγραµµάτων σπουδών και των επιδιωκόµενων δεξιοτήτων µε τις ανάγκες της αγοράς εργασίας».

Εδώ υπάρχει σύγχυση αίτιου και αιτιατού. Σε µια χώρα σε οικονοµικό µαρασµό όπου η ζήτηση αφορά κυρίως ανειδίκευτη εργασία µε χαµηλούς µισθούς και χωρίς ασφαλιστικά δικαιώµατα, αν ϑέσουµε ως πυξίδα για τα ακαδηµαϊκά προγράµµατα τις ανάγκες της αγοpάς εργασίας, τότε, µε απόλυτη βεβαιότητα, σε διάστηµα λίγων ετών ϑα πάψουµε να έχουµε σοβαρή πανεπιστηµιακή παιδεία. Η απόκτηση στέρεων ϑεµελιωδών γνώσεων, σε συνάφεια µε τις επιστηµονικές και τεχνολογικές εξελίξεις του κάθε κλάδου, η ενδυνάµωση της κριτικής σκέψης, αυτές είναι που µπορούν να δηµιουργήσουν ένα δυναµικό που ϑα ϕανεί χρήσιµο στην ανόρθωση της χώρας, εφόσον κάποτε υπάρξει η πολιτική βούληση για σοβαρή ανάπτυξη της οικονοµίας της, πέρα από τον τουρισµό και τη ναυτιλία. Επίσης, η απόκτηση σύγχρονων γνώσεων δεν ταυτίζεται µε την εκγύµναση σε δεξιότητες. Για παάδειγµα, δεν είναι δουλειά του πανεπιστη-µίου να διδάσκει το τάδε πακέτο λογισµικού που χρησιµοποιεί η δείνα εταιρεία ΄Αλλο η παιδεία κι άλλο η εκπαίδευση στον χώρο δουλειάς την οποία πολλοί εργοδότες ευχαρίστως ϑα επιθυµούσαν να µετακυλήσουν στα πανεπιστήµια. Επίσης µένει να διευκρινιστεί από ποιον ορίζονται οι ανάγκες της αγοράς εργασίας. Κάτι µας λέει ότι οι εργαζόµενοι δεν ϑα έχουν τον παραµικρό λόγο σε αυτό.

Στο ίδιο πνεύµα, στο άρθρο 16 του νόµου εισάγεται ως κριτήριο «η ποιότητα και αποτελεσµατικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η οποία αξιολογείται µε βάση ιδίως την αριθµητική σχέση των αποφοίτων προς τους εισερχόµενους ϕοιτητές, την αξιολόγηση των παρεχόµενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών από τους ϕοιτητές και την πορεία επαγγελµατικής απορρόφησης των αποφοίτων».

Παρατηρήσαµε ήδη ότι η επαγγελµατική απορρόφηση για τους αποφοίτους εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από την οικονοµική κατάσταση της χώρας και τον στρατηγικό προσανατολισµό της οικονοµικής πολιτικής. Μεpικές ϕορές αυτή η εξάρτηση είναι απολύτως άµεση, όπως συµβαίνει για πολλούς αποφοίτους της Σχολής µας (ΣΘΕ). Για παράδειγµα, το να αυξηθούν ή να µειωθούν οι ώρες διδασκαλίας των Μαθηµατικών/ Φυσικών Επιστη-µών ή να παγώσουν επ΄ αόριστον οι διορισµοί στη ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση έχει άµεση επίπτωση στο πόσους δασκάλους αυτών των αντικειµένων χρειαζόµαστε. Ταυτόχρονα, το Υπουργείο Παιδείας επιλέγει κάθε χρόνο να εισάγονται χιλιάδες ϕοιτητές σε τµήµατα Θετικών Επιστηµών. Το πλήθος αυτό είναι κατά κανόνα υπερδιπλάσιο από εκείνο που τα ίδια τα πανεπιστηµιακά τµήµατα εκτιµούν ότι µπορούν να εκπαιδεύσουν και αποφασίζεται χωρίς να εξεταστούν καθόλου οι πολυδιαφη-µισµένες «ανάγκες της αγοράς».

Οσον αφορά την αριθµητική σχέση αποϕοίτων προς εισαγόµενους υπάρχει προφανής αντίφαση. Αν ανατίθεται στα πανεπιστήµια ο έλεγχος της επιστηµονικής επάρκειας των αποφοίτων και ταυτόχρονα αυτά αξιολογούνται µε βάση το ποσοστό αυτών που αποφοιτούν, τότε ο έλεγχος της επάρκειας ϑα γίνει χαλαρότερος, µε προφανείς αρνητικές συνέπειες.

Τα πανεπιστήµια όµως δεν έχουν λόγο όχι µόνο για το πλήθος των εισακτέων αλλά, δυστυχώς, ούτε και για το υπόβαθρο τους. Φοιτητές οι οποίοι, π.χ., δεν µπορούν να εκϕραστούν συγκροτηµένα ή δεν αντιλαµβάνονται βασικές αρχές Λογικής είναι πιθανό ότι δεν ϑα καταφέρουν να ολοκληρώσουν ποτέ τις σπουδές τους, ειδικά στις Θετικές Επιστήµες, στις οποίες οι γνώσεις, οι έννοιες και οι δεξιότητες χτίζονται πάνω στις προηγούµενες γνώσεις και στην καλή κατανόησή τους.

Επιπρόσθετα, ο τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ επηρεάζει καθοριστικά τα ποσοστά αυτών που εγκαταλείπουν τις σπουδές τους, που σε τµήµατα της Σχολής µας ϕτάνει το 30%. ∆ιότι, όπως έχουν τώρα τα πράγµατα, κάποιος που επιθυµεί να γίνει αρχιτέκτονας µπορεί να καταλήξει µαθηµατικός και κάποιος που επιϑυµεί να γίνει δικηγόρος µπορεί να καταλήξει ϑεολόγος. Επίσης, σε αρκετά πανεπιστηµιακά τµήµατα εισάγονται σε συνθήκες άνισου ανταγωνισµού υποψήφιοι από διαφορετικά επιστηµονικά πεδία µε διαφορετικό υπόβαθρο ο καθένας. Πολλοί υποψήφιοι αναγκάζονται να µαντέψουν ποιο επιστηµονικό πεδίο ϑα τους δώσει ευκολότερη πρόσβαση στη σχολή που επιθυµούν και να «ποντάρουν» ανάλογα.

΄Οµως, το διδακτικό προσωπικό των ΑΕΙ αδυνατεί να προσφέρει εξατοµικευµένη εκπαίδευση και να καλύψει τα κενά της σχολικής/γυµνασιακής/λυκειακής εκπαίδευσης ενώ η αναλογία διδασκόντων/διδασκοµένων

1https://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php?title=Tertiary_education_statistics

στα ΑΕΙ είναι ίσως η χειρότερη στην Ευρώπη1. Τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει η δευτεροβάθµια εκπαίδευση και η σχέση της µε την τριτοβάθµια παραµένουν ένα ανοιχτό ζήτηµα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστηµα. Ας ευχηθούµε κάποτε η ελληνική κοινωνία να σκύψει µε περισσότερη προσοχή πάνω από τα προβλήµατα της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, προβλήµατα που παραµένουν υποβαθµισµένα στον δηµόσιο διάλογο.

Στον ίδιο νόµο ορίζονται κριτήρια για την αξιολόγηση της ερευνητικής δραστηριότηταςµιας δραστηριότητας εξίσου σηµαντικής αν όχι σηµαντικότερης από αυτήν της διδασκαλίας για τα πανεπιστήµια. Εκτίµησή µας είναι ότι τα κριτήρια αυτά έχουν συνταχθεί µε βιαστικό και πρόχειρο τρόπο. Γιατί για παpάδειγµα αξιολογείται µόνο η χρηµατοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο ΄Ερευνας και όχι από τα εγχώρια προγράµµατα (ΕΛΙ-∆ΕΚ, ΕΠΕΑΚ, ΙΚΥ κτλ).  Γιατί αξιολογείται η συµµετοχή σε κεντρικά όργανα διοίκησης διεθνών οργανισµών και δεν αξιολογούνται τα βραβεία τέτοιων οργανώσεων;

Επίσης οφείλουµε να παρατηρήσουµε ότι τα ποσοτικά κριτήρια (αριθµός δηµοσιεύσεων και ετεροαναφορών) έχουν κάποια αξία αν είναι σταθµισµένα, π.χ., µε βάση τις αναφοpές που έχουν πάρει αυτοί που αναφέρουν ή βασίζονται σε µια αξιολογική κατάταξη των περιοδικών και των συνεδρίων.  Ακόµα και µε αυτό τον τρόπο είναι κατάλληλα µόνο για σύγκριση επιστηµόνων του ίδιου επιστηµονικού πεδίου δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν δηλαδή µε τέτοια ποσοτικά κριτήρια γιατροί µε µηχανικούς ή µαθηµατικοί µε ϑεολόγους. Ακόµα και επιστήµονες του ίδιου κλάδου δεν µπορούν απαραίτητα να συγκριθούν µεταξύ τους αν ϑεραπεύουν διαφορετικά γνωστικά αντικείµενα. Το µόνο ϑετικό σηµείο του νόµου εδώ είναι ότι αφήνει τα πανεπιστήµια να αποφασίσουν και να επιλέξουν τα κριτήρια στα οποία ϑα αξιολογηθούν.

Η παρουσίαση της αξιολόγησης ως µία αφορµή για περικοπή του προϋπολογισµού έρχεται να δείξει τις προθέσεις και τον τρόπο σκέψης του Υπουργείου Παιδείας, αφού αυτή εµφανίζεται ως τιµωρία. Θα µπορούσε η αξιολόγηση να εµφανιστεί ως επιβράβευση των ιδρυµάτων και των ερευνητικών οµάδων για τα ακαδηµαϊκά τους επιτεύγµατα. Πιθανότατα στόχος δεν είναι µόνο η περαιτέρω περικοπή του ισχνού προϋπολογισµού των ιδρυµάτων, αλλά και η προσπάθεια να επιδειχθεί «πυγµή» προς τα πανεπιστήµια λοξοκοιτάζονταςπρος µία συγκεκριµένη µερίδα ψηφοφόρων.

Ετσι, συνεχίζει να τροφοδοτείται σταθερά το αφήγηµα της δήθεν ανοµίας/ασυδοσίας στα ελληνικά πανεπιστήµια. Βέβαια, τα τµήµατα µε εξωτικά αντικείµενα µε τα οποία γέµισε η ύπαιθρος χώρα δεν εµπίπτουν στα περί ανοµίας, η οποία ως γνωστόν ευδοκιµεί µόνο στο σκοτάδι των άστεων. Η µαζική επάνδρωση τέτοιων αχρείαστων τµηµάτων pίχνει τη στάθµη της ακαδηµαϊκής εκπαίδευσης τόσο ώστε µαζί µε τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά.

Τέλος, καταδικάζουµε µε έµφαση ως ηϑικά και επιστηµονικά απαράδεκτο τον επανακαθορισµό µέσω του άρθρου 50 των προσόντων του προσωπικού της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης απλά µε βάση την επαγγελµατική ισοδυναµία, γεγονός που επιτρέπει πρόσβαση σε τέτοιες διδακτικές ϑέσεις µη αποφοίτων ΑΕΙ. Υπάρχει σαφής διαφορά στην εκπαίδευση που προσφέρουν τα «κολλέγια» από τα πανεπιστήµια της χώρας. Στη µεγάλη του πλειοψηφία  το προσωπικό των ιδιωτικών «κολλεγίων» δεν πληροί ούτε κατά διάνοια τις απαιτήσεις που από τον νόµο πρέπει να έχουν οι διδάσκοντες των ΑΕΙ ούτε του δίνεται η δυνατότητα να εξελιχθεί επιστηµονικά κάνοντας έρευνα, αφού οι συνθήκες εργασίας είναι εξαντλητικές και η πρόσβαση στις εξελίξεις της επιστήµης είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Επίσης είναι σαφές ότι οι κατά τεκµήριο ικανότεροι µαθητές εισάγονται στα δηµόσια πανεπιστηµιακά ιδρύµατα ενώ εξ ορισµού δεν ασκείται κανένας σοβαpός έλεγχος στη διδασκαλία που επιτελείται στα κολλέγια. Για κάποιους ισχύει το αξίωµα ότι όπου κόβεται απόδειξη παροχής υπηρεσιών ϑάλλει η αριστεία. Το Υπουργείο Παιδείας όφειλε να είναι απείρως προσεκτικότερο διότι η διάταξη αυτή δεν αφορά οποιαδήποτε επαγγελµατικά δικαιώµατα αλλά το λειτούργηµα του εκπαιδευτικού. Το πρόσφατο άγος της κατάρτισης µέσω ΚΕΚ λ. σχετική ανακοίνωση µας στις 23.04.2020), κατέδειξε για άλλη µια ϕορά µε τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις παρενέργειες µιας αντίληψης που ϑεωρεί ότι η επιστηµονική γνώση τεµαχίζεται, συσκευάζεται, και πωλείται για να καταναλωθεί από την πελατεία επί τόπου ή σε πακέτο.

Ο  Πρόεδρος.        Ο Γραµµατέας

Κ. Μηλολιδάκης     Σ. Κολλιόπουλος

Δείτε ΕΔΩ όλα τα τελευταία Φοιτητικά Νέα.

Φοιτητικά Νέα/Foititikanea.gr