Οι σχεδιασμοί του υπουργείου Παιδείας για τα ΤΕΙ

Οι σχεδιασμοί του υπουργείου Παιδείας για τα ΤΕΙ

Του Νικήτα Χιωτίνη «Διευθυντή Σχολής Καλλιτεχνικών Σπουδών, ΤΕΙ Αθήνας»

Με αφορμή τη συνέντευξη της υφυπουργού Παιδείας Σίας Αναγνωστοπούλου στην «Αυγή» της Κυριακής 26 Ιουνίου 2016 και λόγω της θέσης της στους σχεδιασμούς του υπουργείου Παιδείας επιτρέψτε μας τις ακόλουθες παρατηρήσεις σε ζητήματα που θεωρούμε ιδιαιτέρως κρίσιμα.


1. Αναφερόμενη η κ. υφυπουργός στον σχεδιασμό του υπουργείου Παιδείας περί προσλήψεων εκπαιδευτικού προσωπικού στα ΑΕΙ της χώρας (πανεπιστήμια και ΤΕΙ). επαίρεται του γεγονότος πως στις ιατρικές σχολές δίδονται ακόμα 50 θέσεις. Προφανώς η κ. υφυπουργός δεν γνωρίζει ότι στις ιατρικές σχολές της χώρας ο αριθμός των καθηγητών είναι εμφανέστατα υπερβάλλων των αναγκών τους υπάρχουν καθηγητές που διδάσκουν ελάχιστα ή δεν διδάσκουν καθόλου. Αντιθέτως στα ΤΕΙ της χώρας ο αριθμός των διδασκόντων είναι δραματικά μικρός και ολοένα μειώνεται λόγω των συνταξιοδοτήσεων: τα ΤΕΙ λειτουργούν στηριγμένα σε έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

2. Αν «οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία θέλουν λεφτά και χρόνο», όπως λέει η κ. υφυπουργός - που δεν θέλουν, αλλά ας το δεχτούμε για κάποιες απ' αυτές υπάρχουν και μεγάλες μεταρρυθμίσεις που δεν θέλουν ούτε λεφτά ούτε χρόνο. Θέλουν πολιτική βούληση και διάθεση να συμβαδίσουμε με τα διεθνώς ισχύοντα και τεκταινόμενα π.χ η δυνατότητα των φοιτητών να μεταπηδήσουν σε άλλα πανεπιστημιακά τμήματα από αυτά που αρχικώς εισήχθησαν όπως ορθώς πρότειναν και οι προσφάτως εθνικώς διαλεχθέντες δεν κοστίζει τίποτα. Επίσης δεν κοστίζει τίποτα να εισακουσθούν οι ανωτέρω διαλεχθέντες ως προς την ανάγκη διαλεύκανσης και εξορθολογισμού του εκπαιδευτικού τοπίου της χώρας. Αντιθέτως κάτι τέτοιο θα εξοικονομούσε χρήματα εκτός και αν το αρμόδιο υπουργείο Παιδείας αδυνατεί να σκεφτεί και να πράξει πολιτικά και ορθολογικά φοβούμενο το πολιτικό κόστος. Οι σωστές πολιτικές ενέργειες όμως ενισχύουν τους πολιτικούς που τις λαμβάνουν. Ας προσπαθήσουν λοιπόν να σκεφτούν και να πράξουν αναλόγως.

3. Στο ζήτημα των ΤΕΙ η κ. υφυπουργός δείχνει μια ασάφεια με διφορούμενες εκφράσεις: 

«...επιδιώκουμε την αναβάθμιση των ΤΕΙ την ισότιμη με τα πανεπιστήμια θέση τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση...» Τι σημαίνει αυτό; Αγνοεί τον ισχύοντα περί ΑΕΙ νόμο, ή θέλει να τον επικυρώσει στις συνειδήσεις των Ελλήνων; Επίσης αυτό το τεχνολογική ιδιαιτερότητα των ΤΕΙ τι σημαίνεΐ; Ότι θα είναι τεχνολογικότερα των πολυτεχνικών σχολών της χώρας. Το αμερικανικό MIT π.χ που διατηρεί τον παραδοσιακό του τίτλο «Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης» έχει γνωσιολογικό περιεχόμενο διαφορετικό από αυτς του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (τεχνικό πανεπιστήμιο); Το τμήμα Αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου είναι λιγότερο τεχνολογικό από αυτό του τμήματος Αρχιτεκτονικής του MIT; Υπάρχουν μηχανολόγοι τεχνολόγοι και μηχανολόγοι επιστήμονες Υπάρχουν μηχανικοί τεχνολόγοι μη επιστήμονες και μηχανικοί επιστήμονες. Αυτές είναι διακρίσεις ξεπερασμένες προ πολλών δεκαετιών. Παλαιότερα δηλαδή μέχρι τη δεκαετία του 1960 μπορούσαμε να μιλήσουμε για τεχνολόγους και επιστήμονες όταν τα ραδιόφωνα δούλευαν με λυχνίες που έπρεπε να αλλάξει ο τεχνολόγος δίκην έξυπνου κατσαβιδιού. Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.

4. Τα ΤΕΙ δεν πρέπει να «αναβαθμιστούν» πρέπει να διορθώσουν επιστημονικά τα τμήματά τους. Ενδεχομένως μερικά να κλείσουν ή να αλλάξουν θεσμικό πλαίσιο όπως πρέπει να κάνουν και τα πανεπιστήμια. Εχουν και τα πανεπιστήμια όπως και τα ΤΕΙ επιστημονικά προβλήματα με σοβαρές επιπτώσεις στους νέους της χώρας μας και στην ανάπτυξή της. 'Εχουμε προτείνει λύσεις άμεσες και χωρίς κόστος ούτε χρηματικό ούτε πολιτικό Παρακαλώ δείτε Ν. Χιωτίνης «Σχολιασμός επί των προτάσεων του Διαλόγου για την Παιδεία».

5. Με την εντέχνως κρυμμένη σαφήνεια των απόψεων προτάσεων της υφυπουργού για τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», συμφωνούμε απολύτως.

Ο Σχολιασμός επί των προτάσεων του Διαλόγου για την Παιδεία έχει ως εξής:

Από μία πρώτη ανάγνωση των «Πορισμάτων του Εθνικού και Κοινωνικού Διαλόγου για την Παιδεία», που δόθηκαν στη δημοσιότητα, θα θέλαμε να επικεντρωθούμε σε ορισμένα ζητήματα που θεωρούμε κεφαλαιώδους σημασίας.

1. Από τα πορίσματα αυτά προκύπτει εμφανώς η σύγχυση και το ασαφές των προθέσεων ως προς το ποιος πρέπει να έχει την ευθύνη οργάνωσης και λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και μέχρι ποίου σημείου. Υπάρχει μια ασάφεια περί του ρόλου του κεντρικού κράτους και των ωφελουμένων από τις κάθε είδους εκπαιδευτικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών κοινωνιών και του ίδιου του κράτους. Βέβαια, αν τίθετο η ανάγκη να συμβαδίσει η χώρα μας με τα διεθνώς τεκταινόμενα στο πεδίο του τρόπου ανάπτυξης και συνακολούθως του τρόπου παιδείας και εκπαίδευσης των νέων (δεν ταυτίζονται οι έννοιες αυτές), οι επί μέρους προτάσεις θα ήταν διαφορετικές. Π.χ. αποτελεί επιδίωξη της Ευρώπης η «πάση δυνάμει» ανάπτυξή της, με την πρόσδοση στις περιφέρειες αποφασιστικών αναπτυξιακών αρμοδιοτήτων και άρα ευθύνη για τα εκπαιδευτικά της κέντρα που θα αναπτύξουν το εδαφικό και κοινωνικό τους κεφάλαιο. Το πόρισμα καταδήλως το αγνοεί. Επίσης θα γινόταν κατανοητό και θα διακηρύσσετο ρητώς πως δεν είναι ο εκάστοτε υπουργός που θα λαμβάνει αποφάσεις που θα αφορούν ουσιώδη ζητήματα παιδείας και εκπαίδευσης των νέων της χώρας μας για τα επόμενα πολλά χρόνια, χρόνια ίσως καθοριστικά για το μέλλον της χώρας. Ούτε θα μπορεί να φτιάχνει κατά το δοκούν «επιτροπές» που θα αποφαίνονται περί παντός επιστητού, κατά το μοντέλο λειτουργίας των φεουδαρχικών και λοιπών προπολιτικών κοινωνιών.

2. Πρέπει να χαιρετίσουμε ως ευτυχή την πρόθεση πρόσδοσης δυνατότητας των φοιτητών να μετακινηθούν σε άλλο πανεπιστημιακό Τμήμα από αυτό στο οποίο εισήλθαν με τη διαδικασία των εισαγωγικών εξετάσεων[i].

3. Επίσης ευτυχής η επιθυμία ονομασίας των ΤΕΙ με βάση τα διεθνώς ισχύοντα. Χρησιμοποιείται η έκφραση «αναβάθμιση των ΤΕΙ», όμως δεν πρόκειται παρά για την ανάγκη δοκίμου μετονομασίας τους, αντί του υβριδικού όρου ΤΕΙ. Αυτό βεβαίως συμβαδίζει, όπως πολύ σωστά διατυπώνεται από το «πόρισμα» αυτό, με την αξιολόγηση του γνωσιολογικού τους περιεχομένου – περιεχόμενο που πρέπει να απαιτεί τέσσερα χρόνια σπουδών, ειδάλλως το αντίστοιχο Τμήμα πρέπει να ενταχθεί σε άλλη, εξίσου χρήσιμη για τους φοιτητές, για τις τοπικές κοινωνίες και για τη χώρα, εκπαιδευτική βαθμίδα με ανάλογα έτη σπουδών σε αυτό.[ii]

4. Ξεχάστηκε όμως πως πολλά πανεπιστημιακά Τμήματα έχουν γνωσιολογικό περιεχόμενο που συνάδει με μεταπτυχιακή εξειδίκευση και όχι με αυτοδύναμες τετραετείς σπουδές. Ενδεχομένως μερικά δεν χρειάζονται καν. Δεν το επισημαίνουμε για λόγους μόνο κατασπατάλησης χρημάτων από πλευράς πολιτείας (και φορολογουμένων της) αλλά και από πλευράς κατασπατάλησης νεανικών ονείρων σε ανούσιες πολυετείς σπουδές. Το ίδιο δηλαδή που ισχύει για την ανάγκη τακτοποίησης των ΤΕΙ.

5. Επικεντρωνόμενοι στο ζήτημα μετονομασίας και καλύτερης οργάνωσης των ΤΕΙ, θα θέλαμε να προτείνουμε το εξής, θεωρώντας πως αυτό θα είναι αποτελεσματικότερο και αμέσως εφικτό: Δεν είναι πρακτικώς εύκολη η ένταξη των Τμημάτων ΤΕΙ σε πανεπιστήμια, είτε απορροφούμενα από ομοειδή Τμήματα είτε με ένταξή τους ως αυτοτελών Τμημάτων σε Πανεπιστημιακές Σχολές. Καταδήλως ευκολότερο και αμέσως υλοποιήσιμο θα ήταν ολιγομελείς ομάδες, που θα αποτελούνται από εκπροσώπους της πολιτείας, τους προέδρους των ΤΕΙ και τους κοσμήτορες των Σχολών, να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες (π.χ. συγχωνεύσεις Τμημάτων, ενδεχόμενη μετονομασία τους με αλλαγή της γνωσιολογικής τους εμβέλειας, μετατροπή Τμημάτων σε διετείς ή τριετείς επαγγελματικές σπουδές, καταδήλως ορθολογικότερες και ελκυστικότερες των τετραετών σπουδών για το υπ’ όψιν αντικείμενο – και χρησιμότερες για την ανάπτυξη των περιφερειών της χώρας και αποκατάστασης των νέων – κ.λ.π. ) ώστε το υπ’ όψιν ΤΕΙ να μετονομαστεί σε Πανεπιστήμιο. Αυτό θα ήταν από κάθε πλευρά χρησιμότερο και σωστότερο. Αυτό μπορεί να γίνει άμεσα, στον βαθμό βέβαια που η πολιτεία επιθυμεί να τακτοποιήσει το εκπαιδευτικό τοπίο της χώρας και όχι να αναβάλει επ’ αόριστον τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Βεβαίως το ίδιο πρέπει να γίνει και στα καταδήλως προβληματικά πανεπιστημιακά Τμήματα, που είναι αρκετά και δαπανηρά και που δεν μπορούν να εξακολουθούν να υπάρχουν παρά μόνο ως μεταπτυχιακές εξειδικεύσεις αποφοίτων άλλων πανεπιστημιακών Τμημάτων.

6. Δεν είμαστε βέβαιοι πως ο χαρακτηρισμός «Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος για την Παιδεία» υπήρξε απολύτως δόκιμος, αποτυπώνοντας δηλαδή το πώς πραγματικά διεξήχθη.

Ο Νικήτας Χιωτίνης είναι διευθυντής Σχολής Καλλιτεχνικών Σπουδών, ΤΕΙ Αθήνας

Φοιτητικά Νέα/Foititikanea.gr